- ώσπερ
- ὥσπερ, ΝΜΑ, και βαρβαρ. τ. ὤσπερ Α(τροπ. επίρρ.) (λόγιος τ.) όπως ακριβώς (α. «όρμησε ώσπερ μαινόμενος ταύρος» β. «τοῑς ἠτυχηκόσιν ὥσπερ ἐγώ», Δημοσθ.)αρχ.1. παραδείγματος χάριν, λογουχάρη («ὅταν χορὸς... γίγνηται, ὥσπερ ὁ εἰς Δῆλον πεμπόμενος», Ξεν.)2. ωσάν, σαν να («τὸν ἐγκέφαλον ὥσπερ σεσεῑσθαι μοι δοκεῑς», Αριστοφ.)3. (με χρον. σημ.) αμέσως μόλις4. (με συγκριτ.) ως5. φρ. α) «ὥσπερ ἐξόν» — σαν να ήταν δυνατόν, σαν να μπορούσαμε (Ξεν.)β) «ὥσπερ ἄν»χρον. εν όσω, εφόσον (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡς* (Ι) + πέρ*].
Dictionary of Greek. 2013.